- ρυπαντής
- ο, Ν [ρυπαίνω]πηγή ρύπανσης που εκλύει ρύπους, όπως είναι λ.χ. τα εργοστάσια και οι υπόνομοι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρυπαντής — ο 1. ο δείκτης ρύπανσης σε έναν χώρο. 2. αυτός που ρυπαίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρυπαντικός — ή, ό, Ν [ρυπαντής] αυτός που συντελεί στη ρύπανση, αυτός που προκαλεί ρύπανση, μολυσματικός. Επιρρ. ρυπαντικώς και ρυπαντικά Ν με ρυπαντικό τρόπο … Dictionary of Greek